ὁδοποιητικός

ὁδοποιητικός
ὁδο-ποιητικός, ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδοποιητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, ή, όν) [οδοποιώ] κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου νεοελλ. φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας …   Dictionary of Greek

  • ὁδοποιητικόν — ὁδοποιητικός finding a way masc acc sg ὁδοποιητικός finding a way neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιητική — ὁδοποιητικός finding a way fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”